- σκυλητρίᾳ
- σκυλητρίᾱͅ , σκυλήτριαshe who strips a slain enemyfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυλήτρια — she who strips a slain enemy fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλήτρια — ἡ, Α (προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που σκυλεύει σκοτωμένο εχθρό αφαιρώντας τα όπλα του («σκυλήτρια παρθένος», Λυκόφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυλῶ (Ι) «σκυλεύω, λαφυραγωγώ» + επίθημα τρια (πρβλ. αὐλή τρια)] … Dictionary of Greek